- κουμπί
- και κομπί, το (ΑM κομβίον)νεοελλ.1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να κλείνει κάποιο άνοιγμα ή για διακόσμηση2. καθετί που μοιάζει με τέτοιο αντικείμενο3. τεχνολ. μικρό εξάρτημα στρογγυλού συνήθως σχήματος, με την πίεση τού οποίου επιτυγχάνεται η έναρξη ή η διακοπή ενός ηλεκτρικού, ηλεκτρονικού ή μηχανικού χειρισμού4. φρ. α) «βρήκα το κουμπί» — βρήκα τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχω κάτιβ) «τού βρήκα το κουμπί» — βρήκα το αδύνατο σημείο τουγ) «αυτά είναι τα κουμπιά τής Αλέξαινας» — σε περιπτώσεις που εμφανίζονται δυσχέρειεςμσν.στον πληθ. τά κομβίατα κρόσσιαμσν.-αρχ.πόρπη, αγκράφα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουμπί < κομβίον (υποκορ. τού κόμβος), με κώφωση (-ο- > -ου-) και κλειστοποίηση (-μβ- > -μπ-)].
Dictionary of Greek. 2013.